- φοίνικας
- I
Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.).II
Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο.
(Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα του είναι το α, β και γ του Φ. με αστρικά μεγέθη, αντίστοιχα, 2,39, 3,30 και 3,44. Μεσουρανεί τις εσπερινές ώρες στα μέσα Νοεμβρίου.* * *(I)ο / φοῑνιξ, -οινικός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φοίνιξ Νβοτ.1. (στον τ. φοίνιξ) είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες τής τάξης αρεκώδη και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα είδος μεγάλης οικονομικής σημασίας, την χουρμαδιά2. (κατ' επέκτ.) ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάςνεοελλ.1. βοτ. κοινή ονομασία ομάδας φυτών που αποτελούν την οικογένεια φοινικίδες, την μοναδική οικογένεια τής τάξης αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών αρεκώδη2. φρ. «νάνος φοίνικας»βοτ. κοινή ονομασία τού νανώδους φοίνικα Chamaerops humilis, τού γένους χαμαίρωψαρχ.1. κλαδί με φύλλα από το παραπάνω δέντρο2. μικρό κλαδί που χρησίμευε για την κατασκευή στεφάνων για τους νικητές («ὁ νικήσας τὰ ἆθλα ἀνείλετο... τὴν ῥάβδον τοῦ φοίνικος, ἤ τὸν φοίνικα ἔλαβεν», Πολυδ.)3. ο νάνος φοίνικας4. είδος φυτού τής Αιθιοπίας5. θαλάσσιο φυτό6. ζιζάνιο τών σιτηρών, η αίρα7. είδος κοσμήματος8. άρωμα που παρασκευαζόταν από τα φύλλα τού παραπάνω δέντρου9. αλοιφή για τα μάτια10. είδος επιδέσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. δένδρου το οποίο ευδοκιμεί στις θερμές ανατολικές περιοχές, από όπου εισήχθη και στην Ελλάδα, γεγονός που δικαιολογεί την προέλευση τού ονόματος του από το όν. Φοῖνιξ*. Από τη λ. φοῖνιξ έχουν σχηματιστεί τα τοπωνύμια Φοινικοῦς, Φοινικοῦσσα, Φοινικώδης. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή, στους τ. ponike τής δοτ. εν. και ponikipi τής οργανικής πληθ., οι οποίοι αναφέρονται σε διακοσμητικά σχέδια καθισμάτων σε σχήμα φύλλου φοίνικα. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phoenix].————————(II)ο / φοῑνιξ, -οίνικος, ΝΜΑμυθ. ιερό πτηνό τών Αιγυπτίων, που έμοιαζε με τον αετό και για το οποίο πίστευαν ότι, όταν διαισθανόταν πως έρχεται το τέλος του, κατασκεύαζε φωλιά από αρωματικά φύλλα και καιγόταν μέσα σε αυτήν, για να αναγεννηθεί μέσα από την ίδια την τέφρα τουνεοελλ.ονομασία τού πρώτου, αργυρού, νομίσματος τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που κόπηκε στην Αίγινα το 1828 από την κυβέρνηση Καποδίστρια και ονομάστηκε έτσι επειδή έφερε την παράσταση τού παραπάνω πτηνούμσν.φρ. «φοῖνιξ ἐν ὁπλῇ» — ασθένεια τής οπλής τών ζώων (Ιππιατρ.)αρχ.μυθ. πτηνό τής Ινδίας που εμφανιζόταν κάθε 500 ή κάθε 1.461 χρόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μυθικού πτηνού το οποίο λατρευόταν στην Αίγυπτο, ονομ. που είχε πιθ. προέλθει από την περιοχή τής Αραβίας ή τής Ινδίας. Κατά μία άποψη, η λ. φοῖνιξ είναι δάνεια από την Αιγυπτιακή και συνδέεται με τον αιγυπτιακό τ. bnu «είδος πτηνού», ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής, το πιθανότερο φοινικικής, προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.